σανδαράκη

σανδαράκινος

σανδαρακούργιον
σανδαράκινος, ος, ον [δᾰᾰῐ] d’un rouge d’arsenic, Hdt. 1, 98 ; El. N.A. 17, 23.
Étym. σανδαράκη.