σανδαράκινος

σανδαρακούργιον

σανδαράχη
σανδαρακούργιον, ou σανδαρακουργεῖον, ου (τὸ) [δᾰᾰ] mine d’où l’on extrait l’arsenic rouge, Str. 562.
Étym. σανδαράκη, ἔργον.