σαπρότης

σαπροφαγέω-ῶ

σαπρόω-ῶ
σαπρο·φαγέω-ῶ [σᾰφᾰ] manger des aliments gâtés, Mart. 3, 77, 10.
Étym. σαπρός, φαγέω.