Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπρό·στομος,
ος, ον
[
ᾰ
] à l’haleine fétide,
Arstt.
(
Stob.
Fl.
5, 83
).
Étym.
σαπρός, στόμα
.