σάρια

σάρισα

σαρισοφόρος
σάρισα, ης () [ᾰρῑ] sarisse, lance macédonienne de 14 à 16 pieds de long, Th. H.P. 3, 11, 2 ; Pol. 2, 69, 7 ; 18, 12, 2, etc.