σάρισα

σαρισοφόρος

σαρκάζω
σαρισο·φόρος, ος, ον [ᾰῑ] armé de la sarisse, Pol. 12, 20, 2 ; Arr. An. 1, 13, 1, etc.
Étym. σάρισα, φέρω.