σαρκάζω

σαρκασμοπιτυοκάμπτης

σαρκασμός
σαρκασμο·πιτυο·κάμπτης, ου () hâbleur dont les propos sont tellement extravagants qu’ils font courber les pins, Ar. Ran. 966.
Étym. σαρκασμός, πίτυς, κάμπτω.