σαρκασμοπιτυοκάμπτης

σαρκασμός

σαρκελάφεια
σαρκασμός, οῦ () rire amer, sarcasme, Rhét. 8, 591 W. ; Hdn rh. Schem. 591.
Étym. σαρκάζω.