σαρκασμός

σαρκελάφεια

σαρκίδιον
σαρκ·ελάφεια, ων (τὰ) [ᾰφ] σ. σῦκα, figues moelleuses, litt. à chair de biche, Ath. 78a.
Étym. σάρξ, ἔλαφος.