σαρκοφαγέω-ῶ

σαρκοφαγία

σαρκοφάγος
σαρκοφαγία, ας () [φᾰ] usage de chair ou de viande pour nourriture, Arstt. H.A. 8, 5, 2 ; Plut. M. 993a.
Étym. σαρκοφάγος.