Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι-οῦμαι
σαρκο·τακής,
ής, ές
[
ᾰκ
] qui fait fondre les chairs, qui exténue,
Procl.
H. Min.
44
.
Étym.
σ. τήκω
.