σαρκοτακής

σαρκοτοκέομαι-οῦμαι

σαρκοτροφέω-ῶ
σαρκο·τοκέομαι-οῦμαι, naître sous forme d’une masse de chair, Sext. P. 1, 42.
Étym. σ. -τοκος de τίκτω.