σαρκοτροφέω-ῶ

σαρκοτυπής

σαρκοφαγέω-ῶ
σαρκο·τυπής, ής, ές [] dont la chair est frappée, Sib. (Phlég. tr. de Longæv. c. 5, 10).
Étym. σ. τύπτω.