σατράπης

σατραπικός

σατραπίς
σατραπικός, ή, όν [ᾰᾰ] de satrape, Arstt. Œc. 2, 1, 2, etc. ; fig. somptueux, fastueux, Plut. Agis 3, M. 616e ; Alciphr. 1, 38 ||
Cp. -ώτερος, Philod. De ira.
Étym. σατράπης.