Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σατυρίασις
σατυριασμός
σατυριάω-ῶ
σατυριασμός,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰῠ
]
c. le préc.
3,
Hpc.
1248
e
.