σατυριασμός

σατυριάω-ῶ

σατυρίδιον
σατυριάω-ῶ [ᾰῠ] être atteint de priapisme, Arstt. G.A. 4, 3, 22 ; Ruf. p. 156 Matthäi.
Étym. σάτυρος.