σϐεστήριος

σϐεστικός

σϐεστός
σϐεστικός, ή, όν, c. σϐεστήριος, Arstt. Probl. 23, 15 ; Th. Ign. 59 ; Spt. Sap. 19, 19 ||
Cp. σϐεστικώτερος, Th. l. c. ; sup. σϐεστικώτατος, Th. l. c.