σχιδακώδης

σχιδανόπους

σχίδαξ
σχιδανό·πους, gén. -ποδος (ὁ, ἡ) [ῐᾰ] c. σχιζόπους, Arstt. (Ath. 388c, 392c, 397b).
Étym. σχίζω, πούς.