Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολάζω
σχοινώδης,
ης, ες,
plein de joncs,
Nic.
Al.
153 ;
Diosc.
4, 150
.
Étym.
σχοῖνος, -ωδης
.