σεῖσις

σεισίχθων

σεῖσμα
σεισί·χθων, ονος, adj. m. qui ébranle la terre, ép. de Poseidôn, Pd. I. 1, 76 ; DH. 2, 31 ; ou de Zeus, Orph. H. 14, 8.
Étym. σείω, χθών.