σεισάχθεια

σεῖσις

σεισίχθων
σεῖσις, εως ()
1 ébranlement, Arét. Cur. m. acut. 2, 2 ||
2 particul. ébranlement de l’épine dorsale, Gal. De Articul. 18-1, 496.
Étym. σείω.