Σελινοῦς

σελινούσιος

Σελινούσιος
σελινούσιος, α, ον [] frisé comme le persil : ἡ σελινουσία (s. e. κράμϐη) sorte de chou frisé, Eudème ath. (Ath. 369 e, f).
Étym. σέλινον.