σιαλοχοέω-οῶ

σιαλοχόος

σιαλώδης
σιαλο·χόος, όος, όον [] qui répand de la salive, qui bave, Arét. Caus. m. acut. 17, etc. ; Gal. Hipp. præd. 16, 508.
Étym. σίαλον, χέω.