σιαλοχόος

σιαλώδης

σιάλωμα
σιαλώδης, ης, ες []
I
1 de la nature de la salive, DP. 791 ||
2 qui bave, Hpc. 304, 51 ||
II brillant de graisse, gras, onctueux, Hpc. 678, 13.
Étym. σίαλον, -ωδης.