σιαλώδης

σιάλωμα

Σίϐαι
σιάλωμα, ατος (τὸ) [ᾰλ]
1 c. σίαλον, Arét. 4, 2 ||
2 bord métallique (litt. brillant) d’un bouclier, Pol. 6, 23, 4.
Étym. *σίαλον, v. σιγαλόεις.