σιδήρωσις

σιδιοειδής

σίδιον
σιδιο·ειδής, ής, ές [σῐ] pâle ou jaunâtre comme une écorce de grenade, Hpc. 58, 17 ; 490, 47, etc.
Étym. σίδιον, εἶδος.