σιδιοειδής

σίδιον

σιδιωτόν
σίδιον, ου (τὸ) [σῐ] écorce de grenade, Hpc. 574, 25 ; Ar. Nub. 881 ; Th. C.P. 5, 6, 1 ||
E [σῐ] Ar. l. c. ; [σῑ] Luc. Trag. 156.
Étym. σίδη.