σιδηρεία

σιδηρεῖον

σιδήρειος
σιδηρεῖον, ου (τὸ) [] au plur. mines de fer, Arstt. Pol. 1, 11, 11 ; Th. H.P. 5, 9, 2 ; Lap. 52.
Étym. σίδηρος.