σιδηρίζω

σιδήριον

σιδηρίτης
σιδήριον, ου (τὸ) [σῐ]
1 morceau de fer, Plat. Euthyd. 300b ; Arstt. Cæl. 4, 6, 1 ||
2 instrument de fer, Hdt. 3, 29 ; 7, 18 ; 9, 37 ; Thc. 4, 4.
Étym. σίδηρος.