σιδηροϐόρος

σιδηροϐριθής

σιδηροϐρώς
σιδηρο·ϐριθής, ής, ές [ῐῑ] au fer pesant, en parl. d’une lance, Eur. fr. 535.
Étym. σίδηρος, βρίθω.