σιδηροϐριθής

σιδηροϐρώς

σιδηροδάκτυλος
σιδηρο·ϐρώς, ῶτος (ὁ, ἡ) [] qui mange ou ronge le fer, Soph. Aj. 820.
Étym. σ. βιϐρώσκω.