σιδηροδετέω-ῶ

σιδηρόδετος

σιδηροκμής
σιδηρό·δετος, ος, ον [] attaché avec des liens de fer, Bacchyl. 4, 69 ; Hdt. 9, 37 ; Anth. 6, 233 ; App. 270 ||
E Dor. σιδαρόδετος [] Anth. ll. cc.
Étym. σ. δέω.