Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιδηρόδετος
σιδηροκμής
σιδηροκόπος
σιδηρο·κμής,
ῆτος
(
ὁ, ἡ
) [
ῐ
] tué par le fer,
Soph.
Aj.
325
.
Étym.
σ. κάμνω
.