Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σίδηρον
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
*σιδηρο·νόμος,
dor.
σιδαρο·νόμος,
ος, ον
[
ῐᾱ
] qui partage par le fer,
c. à d.
par l’épée,
Eschl.
Sept.
788
.
Étym.
σίδηρος, νέμω
.