Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιδηρονόμος
σιδηρόνωτος
σιδηρόπλαστος
σιδηρό·νωτος,
ος, ον
[
ῐ
] au dos de fer,
Eur.
Ph.
1130
.
Étym.
σίδηρος, νῶτος
.