σιδηρόπλαστος

σιδηρόπληκτος

σιδηρόπλοκος
*σιδηρό·πληκτος, dor. σιδαρόπλακτος, ος, ον [ῐᾱρ] frappé par le fer, Eschl. Sept. 911.
Étym. σ. πλήσσω.