Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιδηρόπληκτος
σιδηρόπλοκος
σιδηροποίκιλος
σιδηρό·πλοκος,
ος, ον
[
ῐ
] tressé en fer,
Hld.
9, 15
.
Étym.
σ. πλέκω
.