σικυηδόν

σικυήλατον

σικυήρατον
σικυ·ήλατον, ου (τὸ) [ῐᾰ] couche de concombres, de potirons ou de melons, Hpc. 234, 44.
Étym. σικύα ou σίκυος, ἐλαύνω.