Σιναίτης

σιναμώρευμα

σιναμωρέω-ῶ
σιναμώρευμα, ατος (τὸ) [ῐᾰμ] vol ou gaspillage par gourmandise, Phérécr. (Com. fr. 2, 343).
Étym. σινάμωρος.