σιναμωρέω-ῶ

σιναμωρία

σινάμωρος
σιναμωρία, ας () [ῐνᾰ]
1 gourmandise, Arstt. Nic. 7, 6, 6 ||
2 dissipation, prodigalité, extravagance, Thém. 294a.
Étym. σινάμωρος.