σινδών

σινέομαι

σίνηπι
σινέομαι, ion. c. σίνομαι ||
E Seul. prés. Hdt. 4, 123 ; 9, 13 ; impf. ἐσινεόμην, Hdt. 9, 13 et 49, et ao. 3 pl. ἐσινέατο, Hdt. 7, 147.