σινέομαι

σίνηπι

σίνηπυ
σίνηπι, ιος ou εως (τὸ) [ῐῐ] c. σίναπι ||
E Gén. σινήπιος, Arstt. Plant. 1, 5, 5 ; σινήπεως, Diosc. 2, 170 ; Geop. 2, 934.