σιτίζω

σιτικός

σίτινος
σιτικός, ή, όν [σῑ] qui concerne le blé, Pol. 28, 14, 8 ; σιτικοὶ καρποί, DS. 5, 21, etc. les céréales ; σ. νόμος, Plut. C. Gracch. 5, loi sur les céréales (lex frumentaria).
Étym. σῖτος.