Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιτόλεθρος
σιτολειψία
σιτολογέω-ῶ
σιτο·λειψία,
ας
(
ἡ
) [
σῑ
]
c.
σιτοδεία,
Nyss.
3, 972 Migne
.
Étym.
σῖτος, λείπω
.