σιτολειψία

σιτολογέω-ῶ

σιτολογία
σιτολογέω-ῶ [] recueillir du blé, d’où fourrager, Pol. 1, 17, 9 et 10 ; χώραν, Pol. 3, 101, 2, fourrager dans un pays.
Étym. *σιτολόγος de σῖτος, λέγω.