σιτομέτρης

σιτομετρία

σιτομέτριον
σιτομετρία, ας () [σῑ]
1 charge de σιτομέτρης, Plut. Cato ma. 8 ||
2 provision ou distribution de blé ou de vivres, DS. 2, 41.
Étym. σιτομέτρης.