σιτομετρέω-ῶ

σιτομέτρης

σιτομετρία
σιτο·μέτρης, ου () [] inspecteur des mesures pour le blé, Hypér. (Poll. 7, 18); Arstt. Pol. 4, 15, 3.
Étym. σῖτος, μέτρον.