Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιτοποιητικός
σιτοποιΐα
σιτοποιϊκός
σιτοποιΐα,
ας
(
ἡ
) [
σῑ
] préparation d’aliments,
Xén.
Œc.
7, 21
.
Étym.
σιτοποιός
.