σιτοποιΐα

σιτοποιϊκός

σιτοποιός
σιτοποιϊκός, ή, όν [σῑ] qui concerne la préparation du pain ou des aliments, Xén. Cyr. 6, 2, 31 ; Œc. 9, 9 ; Pol. 1, 22, 7.
Étym. σιτοποιός.