σιτοποιϊκός

σιτοποιός

σιτοπομπεῖον
σιτο·ποιός, ός, όν []
1 qui fait du pain, Hdt. 7, 187 ; subst. ὁ σ. Thc. 6, 44, boulanger ; p. opp. à ὀψοποιός, Xén. Cyr. 8, 5, 3 ; Plat. Gorg. 517d ; à μάγειρος, Plut. Alex. 23 ||
2 qui concerne la fabrication du pain : σ. ἀνάγκη, Eur. Hec. 362, l’obligation de faire le pain.
Étym. σῖτος, ποιέω.